κεσέμι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κεσέμι | τα | κεσέμια |
γενική | του | κεσεμιού | των | κεσεμιών |
αιτιατική | το | κεσέμι | τα | κεσέμια |
κλητική | κεσέμι | κεσέμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεσέμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική كوسم (kösem) (τουρκική kösem) + κατάληξη ουδετέρων -ι. Επίσης και γκεσέμι με τροπή του αρχικού k > g.[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ceˈse.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐σέ‐μι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεσέμι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) μεγαλόσωμος (συχνά ευνουχισμένος) τράγος ή κριάρι που οδηγεί το κοπάδι τα πρόβατα ή τα γίδια προπορευόμενος· συνηθίζεται να του κρεμούν ένα μεγάλο κουδούνι, τον κύπρο ή κυπρί
- Τὸ τραγάκι βέλαξε [...] Ὁ Γεροθανάσης τὸ ἔχει στὴν καρδιά του. Μιὰ μέρα φαίνεται πὼς θὰ τὸ κάμη κεσέμι!
- άλλες μορφές: γκεσέμι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεσέμι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γκεσέμι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας