Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεσέμι τα κεσέμια
      γενική του κεσεμιού των κεσεμιών
    αιτιατική το κεσέμι τα κεσέμια
     κλητική κεσέμι κεσέμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεσέμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική كوسم‎ (kösem) (τουρκική kösem) + κατάληξη ουδετέρων . Επίσης και γκεσέμι με τροπή του αρχικού k > g.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ceˈse.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐σέ‐μι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεσέμι ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία