Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεραυνοβόλος η κεραυνοβόλα
κεραυνοβόλος
το κεραυνοβόλο
      γενική του κεραυνοβόλου της κεραυνοβόλας
κεραυνοβόλου
του κεραυνοβόλου
    αιτιατική τον κεραυνοβόλο την κεραυνοβόλα
κεραυνοβόλο
το κεραυνοβόλο
     κλητική κεραυνοβόλε κεραυνοβόλα
κεραυνοβόλε
κεραυνοβόλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεραυνοβόλοι οι κεραυνοβόλες
κεραυνοβόλοι
τα κεραυνοβόλα
      γενική των κεραυνοβόλων των κεραυνοβόλων των κεραυνοβόλων
    αιτιατική τους κεραυνοβόλους τις κεραυνοβόλες
κεραυνοβόλους
τα κεραυνοβόλα
     κλητική κεραυνοβόλοι κεραυνοβόλες
κεραυνοβόλοι
κεραυνοβόλα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεραυνοβόλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κεραυνοβόλος[1] < κεραυνός + βάλλω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.ɾav.noˈvo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ραυ‐νο‐βό‐λος

  Επίθετο επεξεργασία

κεραυνοβόλος, -α / -ος, -ο

  1. εξαιρετικά ταχύς, γρήγορος
     συνώνυμα: αστραπιαίος
  2. απρόοπτος
     συνώνυμα: ανύποπτος

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία