καύσων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
καύσων αρσενικό
- γενική πληθυντικού του καύσος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καύσων | οἱ | καύσωνες | ||||
γενική | τοῦ | καύσωνος | τῶν | καυσώνων | ||||
δοτική | τῷ | καύσωνῐ | τοῖς | καύσωσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | καύσωνᾰ | τοὺς | καύσωνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | καύσων | καύσωνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καύσωνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καυσώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- καύσων (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θέμα καυσ (αρχαία ελληνική καίω, όπως στον αόριστο ἔκαυσα) [1] + -ων
Ουσιαστικό επεξεργασία
καύσων, -ωνος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- καύσων: μετοχή, κλιτικός τύπος
Μετοχή επεξεργασία
καύσων, -ουσα, -ον
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
καύσων αρσενικό
- γενική πληθυντικού του καῦσος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ουδέτερο: τὸ καῦσος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ «καύσωνας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- καύσων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καύσων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.