καψούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καψούλα | οι | καψούλες |
γενική | της | καψούλας | των | (καψουλών) |
αιτιατική | την | καψούλα | τις | καψούλες |
κλητική | καψούλα | καψούλες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καψούλα < νέα ετυμολόγηση του κάψουλα κατά τα υποκοριστικά σε -ούλα < ιταλική capsula (προφορά: ˈkapsula).[1] Δείτε και καψούλι.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈpsu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ψού‐λα
- τονικό παρώνυμο: κάψουλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καψούλα θηλυκό
- άλλη μορφή του κάψουλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
καψούλα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καψούλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας