Δείτε επίσης: κάψουλα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καψούλα οι καψούλες
      γενική της καψούλας των (καψουλών)
    αιτιατική την καψούλα τις καψούλες
     κλητική καψούλα καψούλες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καψούλα < νέα ετυμολόγηση του κάψουλα κατά τα υποκοριστικά σε -ούλα < ιταλική capsula (προφορά: ˈkapsula).[1] Δείτε και καψούλι.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈpsu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ψού‐λα
τονικό παρώνυμο: κάψουλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καψούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία