καφετιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καφετιέρα | οι | καφετιέρες |
γενική | της | καφετιέρας | — | |
αιτιατική | την | καφετιέρα | τις | καφετιέρες |
κλητική | καφετιέρα | καφετιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
καφετιέρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική cafetière + -α [1][2] < café (καφές) + -t- + -ière (-ιέρα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.feˈtçe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐φε‐τιέ‐ρα
- παρώνυμο: καφετέρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
καφετιέρα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καφές
Μεταφράσεις επεξεργασία
καφετιέρα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καφετιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.