Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καφετιά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καφετής στον πληθυντικό (από το χρώμα του χαρτονομίσματος των 1000 δραχμών)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καφετιά ουδέτερο πληθυντικός

του έδωσα τρία καφετιά κι έγινε η δουλειά μου στο άψε-σβήσε

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

καφετιά