κατσαρόλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατσαρόλα < (άμεσο δάνειο) βενετική cazzarola
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατσαρόλα θηλυκό
- (κουζινικά) κυλινδρικό μεταλλικό μαγειρικό σκεύος με καπάκι και δύο λαβές για βράσιμο του φαγητού ή νερού
- ζέστανε λίγο νερό σε μια κατσαρόλα
- ποσότητα φαγητού ή νερού που χωράει σε ένα τέτοιο σκεύος
- ζέστανε μια κατσαρόλα νερό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατσαρόλα
|