κατολίσθηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατολίσθηση | οι | κατολισθήσεις |
γενική | της | κατολίσθησης* | των | κατολισθήσεων |
αιτιατική | την | κατολίσθηση | τις | κατολισθήσεις |
κλητική | κατολίσθηση | κατολισθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατολισθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατολίσθηση < ελληνιστική κοινή κατολίσθησις < κατολισθάνω < κατά + αρχαία ελληνική ὀλισθάνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.toˈli.sθ.si/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατολίσθηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατολισθαίνω
- (γεωλογία) φυσική καταστροφή, κατά την οποία μια μάζα αποκόπτεται από ένα ψηλότερο σημείο και ολισθαίνει προς ένα χαμηλότερο σημείο, παρασύροντας οτιδήποτε βρίσκεται στη πορεία της
- (μεταφορικά) η χειροτέρευση μιας κατάστασης
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις κατολισθαίνω, κατά και ολισθαίνω