Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.tiˈon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τι‐όν
ομόηχο: κατιών

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατιόν τα κατιόντα
      γενική του κατιόντος των κατιόντων
    αιτιατική το κατιόν τα κατιόντα
     κλητική κατιόν κατιόντα
Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κατιόν < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cation < αρχαία ελληνική κατιόν, ουδέτερο της μετοχής κατιών του κάτειμι < εἶμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατιόν ουδέτερο

  1. (φυσική) θετικά φορτισμένο ιόν, που έλκεται από την κάθοδο κατά την ηλεκτρόλυση εξ ου και η ονομασία του
  2. (φυσική, συνεκδοχικά) οποιοδήποτε άτομο ή ομάδα ατόμων που φέρουν θετικό φορτίο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ιόν

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

κατιόν: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

κατιόν

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

κατιόν