Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατιονικός η κατιονική το κατιονικό
      γενική του κατιονικού της κατιονικής του κατιονικού
    αιτιατική τον κατιονικό την κατιονική το κατιονικό
     κλητική κατιονικέ κατιονική κατιονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατιονικοί οι κατιονικές τα κατιονικά
      γενική των κατιονικών των κατιονικών των κατιονικών
    αιτιατική τους κατιονικούς τις κατιονικές τα κατιονικά
     κλητική κατιονικοί κατιονικές κατιονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατιονικός < κατιόν, (αντιδάνειο) αγγλική cationic

  Επίθετο επεξεργασία

κατιονικός, -η, -ο

  1. (χημεία): ο σχετικός με κατιόν
    κατιονικός πολυμερισμός, κατιονικό σύμπλοκο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία