Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατηχούμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατηχούμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος κατηχοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος κατηχῶ (κατηχέω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.tiˈxu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τη‐χού‐με‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατηχούμενος η κατηχούμενη το κατηχούμενο
      γενική του κατηχούμενου της κατηχούμενης του κατηχούμενου
    αιτιατική τον κατηχούμενο την κατηχούμενη το κατηχούμενο
     κλητική κατηχούμενε κατηχούμενη κατηχούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατηχούμενοι οι κατηχούμενες τα κατηχούμενα
      γενική των κατηχούμενων των κατηχούμενων των κατηχούμενων
    αιτιατική τους κατηχούμενους τις κατηχούμενες τα κατηχούμενα
     κλητική κατηχούμενοι κατηχούμενες κατηχούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κατηχούμενος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατηχούμενος οι κατηχούμενοι
      γενική του κατηχούμενου
κατηχουμένου
των κατηχούμενων
κατηχουμένων
    αιτιατική τον κατηχούμενο τους κατηχούμενους
κατηχουμένους
     κλητική κατηχούμενε κατηχούμενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κατηχούμενος αρσενικό (θηλυκό κατηχούμενη & κατηχουμένη)

  1. (θρησκεία, κυριολεκτικά, μεταφορικά) που κατηχείται
  2. (θρησκεία, ιστορία) που τον προετοίμαζαν με ειδική κατήχηση, προκειμένου να βαπτιστεί
  3. (μεταφορικά, πολιτική) που περνά από διαδικασία διδαχής ιδεών και αρχών, δοκιμή μύησης ή ένταξης σε οργάνωση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία