κατηχούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατηχούμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατηχούμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος κατηχοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος κατηχῶ (κατηχέω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.tiˈxu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τη‐χού‐με‐νος
Μετοχή επεξεργασία
κατηχούμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος κατηχώ: που κατηχείται
Συγγενικά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κατηχούμενος | οι | κατηχούμενοι |
γενική | του | κατηχούμενου & κατηχουμένου |
των | κατηχούμενων & κατηχουμένων |
αιτιατική | τον | κατηχούμενο | τους | κατηχούμενους & κατηχουμένους |
κλητική | κατηχούμενε | κατηχούμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
κατηχούμενος αρσενικό (θηλυκό κατηχούμενη & κατηχουμένη)
- (θρησκεία, κυριολεκτικά, μεταφορικά) που κατηχείται
- (θρησκεία, ιστορία) που τον προετοίμαζαν με ειδική κατήχηση, προκειμένου να βαπτιστεί
- (μεταφορικά, πολιτική) που περνά από διαδικασία διδαχής ιδεών και αρχών, δοκιμή μύησης ή ένταξης σε οργάνωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατηχούμενος
Πηγές επεξεργασία
- κατηχούμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κατηχούμενος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)