Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατεργάζομαι < αρχαία ελληνική κατεργάζομαι < κατά + ἐργάζομαι < ἔργον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.teɾˈɣa.zo.me/

  Ρήμα επεξεργασία

κατεργάζομαι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία