Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπραΰνω < αρχαία ελληνική καταπραΰνω < κατά + πραΰνω < πραΰς / πρᾶος

  Ρήμα επεξεργασία

καταπραΰνω (παθητική φωνή: καταπραΰνομαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία