Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταπακτή οι καταπακτές
      γενική της καταπακτής των καταπακτών
    αιτιατική την καταπακτή τις καταπακτές
     κλητική καταπακτή καταπακτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπακτή < αρχαία ελληνική καταπακτή < καταπήγνυμι < κατά + πήγνυμι
 
Άντρας κατεβαίνει σε καταπακτή.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταπακτή θηλυκό

  1. οριζόντια πόρτα σε δάπεδο ή οροφή που οδηγεί σε ξεχωριστό χώρο
  2. (οικείο) (συνεκδοχικά) ο χώρος που βρίσκεται πίσω από την καταπακτή (1)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

καταπακτή θηλυκό