Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταναλώνω < μεσαιωνική ελληνική καταναλώνω < αρχαία ελληνική καταναλίσκω < κατά + ἀναλίσκω

  Ρήμα επεξεργασία

καταναλώνω (παθητική φωνή: καταναλώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) ξοδεύω, δαπανώ
  2. (μεταφορικά) αφιερώνω
  3. τρώω, πίνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία