Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταλανικός η καταλανική το καταλανικό
      γενική του καταλανικού της καταλανικής του καταλανικού
    αιτιατική τον καταλανικό την καταλανική το καταλανικό
     κλητική καταλανικέ καταλανική καταλανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταλανικοί οι καταλανικές τα καταλανικά
      γενική των καταλανικών των καταλανικών των καταλανικών
    αιτιατική τους καταλανικούς τις καταλανικές τα καταλανικά
     κλητική καταλανικοί καταλανικές καταλανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταλανικός < Καταλαν(ός) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.la.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐λα‐νι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

καταλανικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με ή αναφέρεται στην καταλανική γλώσσα, στους Καταλανούς ή στην ΚαταλονίαΚαταλωνία)
    ※ Την Πέμπτη θα λάβει χώρα η συνεδρίαση του καταλανικού κοινοβουλίου, κατά την οποία θα αποφασιστούν οι επόμενες κινήσεις της καταλανικής κυβέρνησης στα νέα δεδομένα που θα δημιουργήσει η πιθανή ενεργοποίηση του άρθρου 155 του ισπανικού συντάγματος την ερχόμενη Παρασκευή.
    Την Πέμπτη η κρίσιμη συνεδρίαση του καταλανικού κοινοβουλίου, Η Καθημερινή, 23 Οκτωβρίου 2017

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία