Δείτε επίσης: κατακρεουργῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατακρεουργώ < αρχαία ελληνική κατακρεουργέω / κατακρεουργῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική massacrer)

  Ρήμα επεξεργασία

κατακρεουργώ (παθητική φωνή: κατακρεουργούμαι)

  1. σφάζω κάποιον διαμελίζοντάς τον
     συνώνυμα: κατασφάζω
  2. (μεταφορικά) περικόπτω σημεία ενός κειμένου, κινηματογραφικού έργου κ.λπ. λογοκρίνοντάς το
     συνώνυμα: πετσοκόβω

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία