καταιγισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταιγισμός < αρχαία ελληνική καταιγισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταιγισμός αρσενικό
- χαρακτηρισμός ενέργειας που έχει τη σφοδρότητα, την ορμητικότητα της καταιγίδας
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταιγισμός < καταιγίδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταιγισμός αρσενικό
- ο παρόμοιος με καταιγίδα πυκνός και σφοδρός εκσφενδονισμός υλικών (πέτρες, βέλη, ακόντια κλπ.)