Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταγραφή οι καταγραφές
      γενική της καταγραφής των καταγραφών
    αιτιατική την καταγραφή τις καταγραφές
     κλητική καταγραφή καταγραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταγραφή < (ελληνιστική κοινήκαταγραφή < αρχαία ελληνική καταγράφω < κατά + γράφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταγραφή θηλυκό

  1. παρουσίαση γεγονότων ή καταστάσεων με τον γραπτό λόγο, εικόνα ή ήχο με τη βοήθεια τεχνικών μέσων
  2. η εγγραφή σε ειδικό χαρτί ή ταινία των τιμών φυσικών μεγεθών

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία