Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταβολή οι καταβολές
      γενική της καταβολής των καταβολών
    αιτιατική την καταβολή τις καταβολές
     κλητική καταβολή καταβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταβολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταβολή (σπορά, θεμελίωμα, πληρωμή)[1] < καταβάλλω. Συγχρονικά αναλύεται σε κατα- + βολή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.voˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐βο‐λή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταβολή θηλυκό

  1. η χρησιμοποίηση, η διάθεση δύναμης ή ενέργειας
    απαιτείται η καταβολή ιδιαίτερης προσπάθειας
  2. (για χρήματα) πληρωμή ή κατάθεση
    οι απαγωγείς ζητούν την καταβολή λύτρων
  3. εξασθένιση
    ο τάδε παρουσιάζει καταβολή δυνάμεων
  4. το ξεκίνημα, η δημιουργία του κόσμου
    "..του αρνίου του εσφαγμένου από καταβολής κόσμου." Αποκάλυψη 13:8"

Συγγενικά επεξεργασία

σύνθετα

και

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία