Δείτε επίσης: κατάκοπος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κατάσκοπος οι κατάσκοποι
      γενική του/της
του
κατασκόπου
κατάσκοπου
των κατασκόπων
    αιτιατική τον/την κατάσκοπο τους/τις
τους
κατασκόπους
κατάσκοπους
     κλητική κατάσκοπε κατάσκοποι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάσκοπος < αρχαία ελληνική κατάσκοπος < κατά + σκοπός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάσκοπος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που κατασκοπεύει εις βάρος μιας χώρας ή εταιρίας, προς όφελος μιας άλλης
  2. που παρακολουθεί κάποιον κρυφά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία