Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κασέρι τα κασέρια
      γενική του κασεριού των κασεριών
    αιτιατική το κασέρι τα κασέρια
     κλητική κασέρι κασέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κασέρι

  Ετυμολογία επεξεργασία

κασέρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaşer < αρωμουνική kasare < kašu (τυρί) < λατινική caseus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kwat- (υφίσταμαι ζύμωση)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κασέρι ουδέτερο

  1. (τυρί) είδος ημίσκληρου τυριού από πρόβειο και κατσικίσιο γάλα, με συμπαγή μάζα χωρίς τρύπες
  2. το μυρωδάτο, το ευωδιαστό χασίσι

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία