κασέρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κασέρι | τα | κασέρια |
γενική | του | κασεριού | των | κασεριών |
αιτιατική | το | κασέρι | τα | κασέρια |
κλητική | κασέρι | κασέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κασέρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaşer < αρωμουνική kasare < kašu (τυρί) < λατινική caseus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kwat- (υφίσταμαι ζύμωση)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κασέρι ουδέτερο
- (τυρί) είδος ημίσκληρου τυριού από πρόβειο και κατσικίσιο γάλα, με συμπαγή μάζα χωρίς τρύπες
- το μυρωδάτο, το ευωδιαστό χασίσι
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κασέρι στη Βικιπαίδεια