Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρφί τα καρφιά
      γενική του καρφιού των καρφιών
    αιτιατική το καρφί τα καρφιά
     κλητική καρφί καρφιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σκουριασμένα καρφιά
 
καρφί σε αγώνα μπάσκετ

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρφί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρφίον, καρφίν < ελληνιστική κοινή καρφίον < υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική κάρφος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaɾˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐φί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρφί ουδέτερο

  1. αιχμηρό κομμάτι μετάλλου που χρησιμοποιείται για να ενώσει δύο τμήματα μιας ξύλινης κατασκευής ή για την ανάρτηση αντικειμένων σε τοίχο
     συνώνυμα: ήλος (λόγιο)
    ταυτόσημα: πρόκα
  2. (μεταφορικά)
    1. υπονοούμενο, μπηχτή
      → δείτε και τη λέξη ταβανόπροκα
    2. καταδότης
  3. (αθλητισμός, βόλεϊ, κ.ά.) η ευθύγραμμη βολή που εκτελείται με δύναμη από το ύψος του φιλέ

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

καρφί

  1. ευθύγραμμη πορεία, ολόισια
    Από κει και πέρα ο δρόμος συνεχίζει καρφί για την Αθήνα.
  2. πορεία χωρίς στάσεις
    Μετά από μια σύντομη στάση συνεχίσαμε καρφί για την Αθήνα.

Δείτε επίσης επεξεργασία