Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρυότυπος οι καρυότυποι
      γενική του καρυότυπου
καρυοτύπου
των καρυότυπων
καρυοτύπων
    αιτιατική τον καρυότυπο τους καρυότυπους
καρυοτύπους
     κλητική καρυότυπε καρυότυποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ανδρικός καρυότυπος

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρυότυπος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική caryotype[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: karyotype[1] < αρχαία ελληνική κάρυον + τύπος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈɾiˈo.ti.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρυ‐ό‐τυ‐πος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρυότυπος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 καρυότυποςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. καρυότυπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας