Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρηβαρία οι καρηβαρίες
      γενική της καρηβαρίας των καρηβαριών
    αιτιατική την καρηβαρία τις καρηβαρίες
     κλητική καρηβαρία καρηβαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρηβαρία < αρχαία ελληνική καρηβαρία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρηβαρία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καρηβαρί αἱ καρηβαρίαι
      γενική τῆς καρηβαρίᾱς τῶν καρηβαριῶν
      δοτική τῇ καρηβαρί ταῖς καρηβαρίαις
    αιτιατική τὴν καρηβαρίᾱν τὰς καρηβαρίᾱς
     κλητική ! καρηβαρί καρηβαρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καρηβαρί
γεν-δοτ τοῖν  καρηβαρίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρηβαρία < κάρη / κάρα + βάρος + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρηβαρία θηλυκό