Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρεκλοκένταυρος οι καρεκλοκένταυροι
      γενική του καρεκλοκένταυρου των καρεκλοκένταυρων
    αιτιατική τον καρεκλοκένταυρο τους καρεκλοκένταυρους
     κλητική καρεκλοκένταυρε καρεκλοκένταυροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρεκλοκένταυρος < καρέκλα + -ο- + κένταυρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρεκλοκένταυρος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία