Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρδιαγγειακός η καρδιαγγειακή το καρδιαγγειακό
      γενική του καρδιαγγειακού της καρδιαγγειακής του καρδιαγγειακού
    αιτιατική τον καρδιαγγειακό την καρδιαγγειακή το καρδιαγγειακό
     κλητική καρδιαγγειακέ καρδιαγγειακή καρδιαγγειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρδιαγγειακοί οι καρδιαγγειακές τα καρδιαγγειακά
      γενική των καρδιαγγειακών των καρδιαγγειακών των καρδιαγγειακών
    αιτιατική τους καρδιαγγειακούς τις καρδιαγγειακές τα καρδιαγγειακά
     κλητική καρδιαγγειακοί καρδιαγγειακές καρδιαγγειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρδιαγγειακός < καρδιά + αγγειακός

  Επίθετο επεξεργασία

καρδιαγγειακός

  • ο σχετικός με την καρδιά και τα αγγεία που την περιβάλλουν

  Μεταφράσεις επεξεργασία