καραγκιοζιλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καραγκιοζιλίκι | τα | καραγκιοζιλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καραγκιοζιλίκι | τα | καραγκιοζιλίκια |
κλητική | καραγκιοζιλίκι | καραγκιοζιλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καραγκιοζιλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική karagözlük + -ιλίκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
καραγκιοζιλίκι ουδέτερο
- (οικείο) (λαϊκότροπο) φαιδρή συμπεριφορά που οδηγεί σε (αυτο)γελοιοποίηση, παρόμοια με αυτή του Καραγκιόζη στην παράσταση σκιών
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καραγκιόζης
Μεταφράσεις επεξεργασία
καραγκιοζιλίκι
|