καπουτσίνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπουτσίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cappuccino < cappuccio (κουκούλα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπουτσίνο αρσενικό ή ουδέτερο άκλιτο
- (καφές) είδος καφέ εσπρέσο που παρασκευάζεται σε καφετιέρα, με προσθήκη ζεστού γάλατος και αφρόγαλου
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
καπουτσίνο αρσενικό