καντάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καντάρι | τα | καντάρια |
γενική | του | κανταριού | των | κανταριών |
αιτιατική | το | καντάρι | τα | καντάρια |
κλητική | καντάρι | καντάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καντάρι < (αντιδάνειο) οθωμανική τουρκική قنطار (kantar) (τουρκική kantar) < αραβική قِنْطَار (qinṭār, βάρος εκατό μονάδων) < ελληνιστική κεντηνάριον (μονάδα βάρους, ίση με 100 λίτρες χρυσού) < λατινική centēnārius < centum (εκατό)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καντάρι ουδέτερο
- ρωμαϊκή μονάδα βάρους, ίση με 44 οκάδες (56,408 κιλά) [1]
- είδος ζυγαριάς (ρωμαϊκής προέλευσης) που αποτελείται από ένα μεταλλικό δίσκο και μεταλλικό βραχίονα με ενδείξεις, στον οποίο υπάρχει κινούμενο αντίβαρο
- μεγάλη ποσότητα από κάτι
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- ρίχνει καντάρια : βρέχει πάρα πολύ
- εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει, ένα καντάρι λάχανα πόσους ντολμάδες βγάζει: ειρωνική έκφραση (αφού, φυσικά, δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί ο αριθμός των ντολμάδων με βάση το βάρος του λάχανου)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καντάρι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 Βλ. Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 218-219.