Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανονικά < κανονικός +

  Επίρρημα επεξεργασία

κανονικά

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • κανονικά και με το νόμο: πλεονασμός που χρησιμοποιείται συνήθως σκωπτικά για να δείξει κάτι που γίνεται με βάση τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις ή βάσει επίσημων αποφάσεων επιστημονικών ή διοικητικών

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κανονικά