καναδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.na.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐να‐δι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
καναδικός, -ή, -ό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Καναδάς
Μεταφράσεις επεξεργασία
καναδικός