καμεραμάν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καμεραμάν < (λόγιο δάνειο) αγγλική cameraman (προφορά ˈkæmrəmæn) με μετακίνηση τόνου σαν να ήταν λέξη γαλλική, ώστε να μην παραβιάζεται ο νόμος της τρισυλλαβίας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.me.ɾaˈman/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐με‐ρα‐μάν
Ουσιαστικό επεξεργασία
καμεραμάν αρσενικό άκλιτο
Άλλες μορφές επεξεργασία
- κάμεραμαν, κάμερα μαν (κατά την αγγλική προφορά)[1]
- (καμέραμαν)
→ δείτε και Συζήτηση:καμεραμάν για στατιστικά στοιχεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμεραμάν
|
Πηγές επεξεργασία
- καμεραμάν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «κάμερα-μαν» και σχόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)