Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλυτερεύω < μεσαιωνική ελληνική καλυτερεύω < καλύτερος + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

καλυτερεύω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι ή κάποιον καλύτερο, βελτιώνω
  2. (αμετάβατο) γίνομαι καλύτερος, βελτιώνομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία