Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλκάνι τα καλκάνια
      γενική του καλκανιού των καλκανιών
    αιτιατική το καλκάνι τα καλκάνια
     κλητική καλκάνι καλκάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Το ψάρι καλκάνι

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλκάνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλκάνι < τουρκική kalkan [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kalˈka.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλ‐κά‐νι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλκάνι ουδέτερο

  1. είδος ψαριού (Scophthalmus maximus (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)) με πεπλατυσμένο ρομβοειδές σώμα και τριγωνικά πτερύγια
     συνώνυμα: ιππόγλωσσος, συάκι, χωματίδα, ψήσσα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  2. το επάνω κυρτό μέρος της πρύμνης ενός πλοίου, συνήθως διακοσμημένο, η κορώνη
  3. (αρχιτεκτονική) η τριγωνική απόληξη μιας στέγης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία