Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλησπέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλησπέρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.liˈspe.ɾa/
 

  Επιφώνημα επεξεργασία

καλησπέρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλησπέρα οι καλησπέρες
      γενική της καλησπέρας
    αιτιατική την καλησπέρα τις καλησπέρες
     κλητική καλησπέρα καλησπέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

καλησπέρα θηλυκό

  • η ενέργεια αυτού του χαιρετισμού
    Ίσα ίσα που πρόλαβε να πει μια καλησπέρα και κόπηκε η γραμμή!

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλησπέρα < έκφραση καλήν + (ἑ)σπέραν(αιτιατική πτώση) με αποφυγή της χασμωδίας [1]

  Επιφώνημα επεξεργασία

καλησπέρα!

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία