Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

κακά < (στην παιδική γλώσσα) λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

κακά < κακ(ός) +

  Επίρρημα επεξεργασία

κακά

  1. με κακία
  2. άσχημα

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

κακά: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κακά

  Πηγές επεξεργασία