Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καινοφανής η καινοφανής το καινοφανές
      γενική του καινοφανούς* της καινοφανούς του καινοφανούς
    αιτιατική τον καινοφανή την καινοφανή το καινοφανές
     κλητική καινοφανή(ς) καινοφανής καινοφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καινοφανείς οι καινοφανείς τα καινοφανή
      γενική των καινοφανών των καινοφανών των καινοφανών
    αιτιατική τους καινοφανείς τις καινοφανείς τα καινοφανή
     κλητική καινοφανείς καινοφανείς καινοφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καινοφανής < μεσαιωνική ελληνική καινοφανής < αρχαία ελληνική καινός + -φανής < φαίνομαι

  Επίθετο επεξεργασία

καινοφανής, ής, ές

  1. (συχνά με αρνητική χροιά) που εμφανίζεται για πρώτη φορά, πρωτοεμφανιζόμενος
    καινοφανής τραγουδιστής, καινοφανείς δικαιολογίες
    συμβάν καινοφανές για τα ελληνικά δεδομένα
  2. (αστρονομία) καινοφανής αστέρας: είδος αστέρα που διακρίνεται για πρώτη φορά με το γυμνό μάτι κατά την ξαφνική αύξηση της λαμπρότητάς του

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία