Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καθολικό τα καθολικά
      γενική του καθολικού των καθολικών
    αιτιατική το καθολικό τα καθολικά
     κλητική καθολικό καθολικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθολικό < ουδέτερο του επιθέτου καθολικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καθολικό ουδέτερο

  1. (θρησκεία) ο κεντρικός ναός μιας μονής, στον οποίο μαζεύονται κατά την τέλεση των ακολουθιών όλοι οι μοναχοί
    ※  Η πόρτα του καθολικού ήταν ακόμα ανοιχτή και οι ευωδιές από το λιβάνι και τα θυμιάματα σκορπίζονταν σε όλη την αυλή. (Ισίδωρος Ζουργός (2014) Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο [μυθιστόρημα])
  2. (θρησκεία) το κεντρικό μέρος μιας εκκλησίας, μεταξύ του ιερού και του νάρθηκα
  3. (λογιστική) το βιβλίο που συγκεντρώνει όλους τους λογαριασμούς της επιχείρησης από το ημερολόγιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

καθολικό