Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθαρός η καθαρή το καθαρό
      γενική του καθαρού της καθαρής του καθαρού
    αιτιατική τον καθαρό την καθαρή το καθαρό
     κλητική καθαρέ καθαρή καθαρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθαροί οι καθαρές τα καθαρά
      γενική των καθαρών των καθαρών των καθαρών
    αιτιατική τους καθαρούς τις καθαρές τα καθαρά
     κλητική καθαροί καθαρές καθαρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθαρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καθαρός < καθαίρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.θaˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θα‐ρός

  Επίθετο επεξεργασία

καθαρός, -ή, -ό

  1. που δεν υπάρχει πάνω του ή μέσα του βρομιά, λεκές, σκόνη, δυσάρεστη οσμή ή κάτι άλλο ανεπιθύμητο
    καθαρά χέρια, καθαρά ρούχα, καθαρό πιάτο, καθαρό δωμάτιο
     συνώνυμα: παστρικός
     αντώνυμα: βρόμικος
  2. που δεν είναι αναμειγμένος με άλλες ουσίες
    καθαρό οινόπνευμα, καθαρό χρυσάφι
  3. που είναι έτοιμος για να χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά
    πήρε ένα καθαρό τετράδιο και ξανάρχισε το διήγημά του από την αρχή
  4. ευδιάκριτος
     συνώνυμα: διαυγής, λαγαρός, ξεκάθαρος
  5. καθαρό τετράδιο: το τετράδιο όπου ο μαθητής γράφει με καθαρά γράμματα τις εργασίες του για να τις ελέγξει ο δάσκαλος (σε αντίθεση με το πρόχειρο
  6. που δε βαρύνεται ηθικά ή νομικά με ενοχή ή μετά από έλεγχο προκύπτει ότι δεν υπάρχουν εις βάρος του ενοχοποιητικά στοιχεία
    έχω καθαρή τη συνείδησή μου
  7. που μετά από αποτοξίνωση δεν έχει κάνει χρήση ναρκωτικών ή αλκοόλ για ικανό χρονικό διάστημα

Εκφράσεις επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καθαρός καθαρᾱ́ τὸ καθαρόν
      γενική τοῦ καθαροῦ τῆς καθαρᾶς τοῦ καθαροῦ
      δοτική τῷ καθαρ τῇ καθαρ τῷ καθαρ
    αιτιατική τὸν καθαρόν τὴν καθαρᾱ́ν τὸ καθαρόν
     κλητική ! καθαρέ καθαρᾱ́ καθαρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καθαροί αἱ καθαραί τὰ καθαρᾰ́
      γενική τῶν καθαρῶν τῶν καθαρῶν τῶν καθαρῶν
      δοτική τοῖς καθαροῖς ταῖς καθαραῖς τοῖς καθαροῖς
    αιτιατική τοὺς καθαρούς τὰς καθαρᾱ́ς τὰ καθαρᾰ́
     κλητική ! καθαροί καθαραί καθαρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καθαρώ τὼ καθαρᾱ́ τὼ καθαρώ
      γεν-δοτ τοῖν καθαροῖν τοῖν καθαραῖν τοῖν καθαροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

καθαρός, -ά, -όν

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία