Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθαρά < καθαρός

  Επίρρημα επεξεργασία

καθαρά

  1. με καθαρό τρόπο
    αν και μόλις τριών ετών, μιλάει πολύ καθαρά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

καθαρά