καζάνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καζάνι | τα | καζάνια |
γενική | του | καζανιού | των | καζανιών |
αιτιατική | το | καζάνι | τα | καζάνια |
κλητική | καζάνι | καζάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καζάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kazan + -ι < οθωμανικά τουρκικά < παλαιά τουρκικά kazgan
Ουσιαστικό επεξεργασία
καζάνι ουδέτερο
- μεταλλικό δοχείο μεγάλου μεγέθους για μαγείρεμα ή άλλες χρήσεις
- μεταλλικό δοχείο μεγάλου μεγέθους για αποθήκευση υγρών
- ατμολέβητας
- λέβητας απόσταξης (τσίπουρου κ.λπ.)
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- έχω ένα κεφάλι καζάνι: είμαι ζαλισμένος ή έχω πονοκέφαλο
- καζάνι που βράζει
- στο ίδιο καζάνι βράζουμε: βιώνουμε την ίδια άσχημη κατάσταση