Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κέρατο τα κέρατα
      γενική του κέρατου των κέρατων
    αιτιατική το κέρατο τα κέρατα
     κλητική κέρατο κέρατα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κέρατο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κέρατον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κέρας, από το θέμα του πληθυντικού κέρατ-α[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈce.ɾa.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κέ‐ρα‐το

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Δύο κέρατα.

κέρατο ουδέτερο

  1. σκληρή έκφυση που μεγαλώνει στο κεφάλι ορισμένων θηλαστικών, συνήθως σε ζευγάρι
  2. (μεταφορικά) η μοιχεία
  3. (μεταφορικά) εκνευριστικό αντικείμενο, εξόγκωμα ή άτομο
    βγήκε πάλι αυτό το κέρατο στο μάτι μου και με ενοχλούσε
    μου 'βαλε αυτό το κέρατο στο χολ και έκλεισε όλο το διάδρομο

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

και

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία