Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κέλευθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kel-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κέλευθος θηλυκό (ετερόκλιτο: πληθυντικός τὰ κέλευθα)

  1. δρόμος
  2. μονοπάτι
  3. πορεία
  4. βάδισμα, περπάτημα
  5. ταξίδι
  6. εκστρατεία

  Πηγές επεξεργασία