Δείτε επίσης: κάμιλος, κάμιλλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάμηλος οι κάμηλοι
      γενική της καμήλου των καμήλων
    αιτιατική την κάμηλο τις καμήλους
     κλητική κάμηλε κάμηλοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάμηλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάμηλος[1] (αρσενικό ή θηλυκό) < πρωτοσημιτική *gamal. Δείτε και καμήλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάμηλος θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / κάμηλος οἱ/αἱ κάμηλοι
      γενική τοῦ/τῆς καμήλου τῶν καμήλων
      δοτική τῷ/τῇ καμήλ τοῖς/ταῖς καμήλοις
    αιτιατική τὸν/τὴν κάμηλον τοὺς/τὰς καμήλους
     κλητική ! κάμηλε κάμηλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καμήλω
γεν-δοτ τοῖν  καμήλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμηλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάμηλος < πρωτοσημιτική *gamal

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάμηλος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία