Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάλυξ αἱ κάλυκες
      γενική τῆς κάλυκος τῶν καλύκων
      δοτική τῇ κάλυκ ταῖς κάλυξ(ν)
    αιτιατική τὴν κάλυκ τὰς κάλυκᾰς
     κλητική ! κάλυξ κάλυκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάλυκε
γεν-δοτ τοῖν  καλύκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάλυξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάλυξ θηλυκό

  1. περικάλυμμα (σε φυτά)
    1. περικάρπιο, φλοιός καρπών
    2. ο κάλυκας λουλουδιού
    3. μπουμπούκι
  2. (στον πληθυντικό κάλυκες) σκουλαρίκια σε σχήμα όπως οι κάλυκες λουλουδιού

  Πηγές επεξεργασία