κάλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κάλος | οι | κάλοι |
γενική | του | κάλου | των | κάλων |
αιτιατική | τον | κάλο | τους | κάλους |
κλητική | κάλε | κάλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈka.los/
- ομόηχο: κάλλος
- τονικά παρώνυμα: καλός, καλώς
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐λος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάλος αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- πατάω τον κάλο: θίγω ευαίσθητο συναισθηματικά σημείο
- έχω κάλο (στο μυαλό, στον εγκέφαλο): είμαι παράλογος ή ανισόρροπος