Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάγκελο τα κάγκελα
      γενική του κάγκελου των κάγκελων
    αιτιατική το κάγκελο τα κάγκελα
     κλητική κάγκελο κάγκελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάγκελο < ελληνιστική κοινή κάγκελον < λατινική cancellus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάγκελο ουδέτερο

  • μεταλλική συνήθως κατασκευή από παράλληλες κατακόρυφες ράβδους που ενώνονται σε δύο ή περισσότερα σημεία από οριζόντιες δοκούς και χρησιμοποιείται στην περίφραξη χώρων ή μπαλκονιών

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • έμεινα κάγκελο: ήμουν ακίνητος και δεν κουνιόμουν από την έκπληξή μου ή τον φόβο μου
    έμεινε κάγκελο ο άνθρωπος με αυτά που του είπες!
  • πίσω από τα κάγκελα: στη φυλακή

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία