Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισολευκίνη οι ισολευκίνες
      γενική της ισολευκίνης των ισολευκινών
    αιτιατική την ισολευκίνη τις ισολευκίνες
     κλητική ισολευκίνη ισολευκίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισολευκίνη < ισο- (< ίσος) + λευκός + κατάληξη -ίνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Συντακτικός τύπος ισολευκίνης.

ισολευκίνη θηλυκό

  1. (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
  2. (βιοχημεία, αμινοξύ) απαραίτητο αμινοξύ με τύπο CH3-CH2-CH(CH3)-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Ile ή I. Είναι ισομερής με τη λευκίνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία