Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ινδοκάρυδο τα ινδοκάρυδα
      γενική του ινδοκάρυδου των ινδοκάρυδων
    αιτιατική το ινδοκάρυδο τα ινδοκάρυδα
     κλητική ινδοκάρυδο ινδοκάρυδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τέσσερις καρύδες
 
τρουφάκια με καρύδα

  Ετυμολογία επεξεργασία

ινδοκάρυδο < Iνδ(ία) + -ο- + κάρυον < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Indian nut, κυριολεκτική μετάφραση ονομασίας του. (Στα αγγλικά επικράτησε η ονομασία coconut). To «κάρυον» προσαρμόστηκε στη δημοτική κατά το μοσχοκάρυδο[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ινδοκάρυδο ουδέτερο

  1. η ινδική καρύδα, ο καρπός του κοκοφοίνικα
  2. αποξηραμένη ινδική καρύδα που χρησιμοποιείται συνήθως στην παρασκευή γλυκισμάτων

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία